εγγυητικό(ν)

εγγυητικό(ν)
το гарантийный документ; ручательство, залог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εγγυητικό(ν)" в других словарях:

  • εγγυητικός — ή, ό (AM ἐγγυητικός, ή, όν Μ και ἐγγυτικός, ή, όν) [εγγυώ] αυτός που αναφέρεται στην εγγύηση μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγγυητικό(ν) έγγραφο με το οποίο συμφωνείται η εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • εγγυητικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εγγύηση, που εγγυάται: Εγγυητική επιστολή. 2. το ουδ. ως ουσ., εγγυητικό, το η πράξη ή το έγγραφο με το οποίο εγγυάται κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»